Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

ΞΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΜΠΟΤΣΑΡΗ

Μεσάνυχτα... 
Μες στην φρουρούμενη σκηνή του, ο Τούρκος ονειρεύονταν την ώρα που η Ελλάδα με λυγισμένα σε ικεσία, γόνατα, θα τρέμει μπροστά στη δύναμή του...
Στα όνειρα, με πόλεμο και με πολιτική μάζευε τα τρόπαια... κατακτητής!
Στα όνειρα άκουγε το τραγούδι του θριάμβου του...
Φόραγε το δαχτυλίδι-σφραγίδα του μονάρχη του- και πάταγε τον θρόνο του μονάρχη. Βασιλιάς!
Έτσι άγριες οι σκέψεις του φτερούγιζαν χαρούμενες...  
Σαν πουλί στον κήπο της Εδέμ...
Μεσάνυχτα...
Μες του δάσους τις σκιές, ο Μπότσαρης παρέταξε τους Σουλιώτες του, αφοσιωμένους, χαλύβδινους, σαν τις δοκιμασμένες τους λεπίδες.
Ήρωες στην ψυχή και στο σώμα...
Εκεί κοντά είχαν σταθεί των Περσών οι χιλιάδες, εκεί η ευτυχής γη είχε πιεί το αίμα τους, στις Πλαταιές, μια αρχαία μέρα.
Και τώρα εκεί έπνεε ο ίδιος στοιχειωμένος αέρας...
Οι γιοί των προγόνων εκείνων, εκείνων που νίκησαν εκεί, με το χέρι έτοιμο να χτυπήσει και την ψυχή να τολμήσει, τόσο γρήγορα, τόσο μακριά...όπως εκείνοι...
Μια ώρα πέρασε, ο Τούρκος ξύπνησε. Το φωτεινό όνειρο ήταν δικό του επιτέλους. Ξύπνησε για ν΄ακούσει των φρουρών του την κραυγή: "Στα όπλα! Έρχονται! Οι Έλληνες! Οι Έλληνες!
Ξύπνησε για να πεθάνει μέσα στις φλόγες και τον καπνό, μες στις φωνές, τα βογγητά και τα χτυπήματα με το γιαταγάνι, μες στις θανατηφόρες βολές να πέφτουν πυκνές και γρήγορες, σαν αστραπές από το σύννεφο στο βουνό...
Και άκουσε, με φωνή σαν τρομπέτα δυνατή, τον Μάρκο Μπότσαρη να ενθαρρύνει τον στρατό του:
"Χτυπάτε! Μέχρι να σβύσει κι ο τελευταίος οπλισμένος εχθρός... Χτυπάτε! Υπέρ βωμών και εστιών. Χτυπάτε! Για τους χορταριασμένους τάφους των προγόνων μας, τον Θεό και την πατρίδα μας!"
Πάλεψαν σαν γενναίοι άνδρες πολλήν ώρα και καλά... 
Σώριασαν σ΄εκείνο το χώμα σφαγμένους μουσουλμάνους. Νίκησαν, αλλά και ο Μπότσαρης έπεσε... Αιμόφυρτος...
Οι λιγοστοί του σύντροφοι που ήταν κοντά του, είδαν το χαμόγελό του, όταν αντήχησαν δυνατά οι ζητωκραυγές τους και το κόκκινο πεδίο κερδήθηκε...
Έπειτα είδαν στο θάνατο τα βλέφαρά του να κλείνουν. Ήρεμα, σαν για ανάπαυση μιας νύχτας, όπως τα λουλούδια στο λιόγερμα...
Έλα, θάνατε, στη νυφική κάμαρα, έλα στην κάμαρα της μάνας, όταν νιώθει πρώτη φορά την ανάσα του πρώτου της παιδιού.
Έλα όταν οι ιερές σφραγίδες σπάνε και απλώνεται η πανούκλα και πολυάνθρωπες πόλεις κλαίνε στο χτύπημα της.
Έλα, στην απεχθή μορφή της αποσύνθεσης, της σεισμικής δόνησης, της ωκεάνειας καταιγίδας.
Έλα, όταν η καρδιά χτυπά δυνατά και ζεστά στα συμπόσια με το τραγούδι, το χορό και το κρασί.
Γιατί είσαι φοβερός, θάνατε... το δάκρυ, το βογγητό, η πένθιμη καμπάνα, το πέπλο, το φέρετρο και όλα όσα με αγωνία γνωρίζουμε ή ονειρευόμαστε ή φοβόμαστε... Είναι δικά σου...
Αλλά για τον ήρωα, όταν το σπαθί του έχει κερδίσει τη μάχη για την Ελευθερία, η φωνή σου ακούγεται σαν προφητεία. Και στο υπόκωφο άκουσμά της αντηχούν οι ευχαριστίες μύριων μελλοντικών γενεών.
Έλα όταν θα ΄χει επιτελέσει το χρέος του προς τη δόξα.
Έλα, μες τα φύλλα της δάφνης, τα αγορασμένα με αίμα.
Έλα, την στιγμή που τον στεφανώνουν και τότε το απόκοσμο φως των ρουφηγμένων σου ματιών, γι αυτόν θα ΄ναι ευπρόσδεκτο, όπως η θέα του ουρανού με τ΄άστρα για τους φυλακισμένους.
Η αρπάγη σου θα ΄ναι ευπρόσδεκτη, όπως το χέρι του αδελφού σε μια ξένη γη.
Η κλήτευσή σου καλόδεχτη, όπως η κραυγή που είπε στους Γενουάτες που αναζητούσαν τον κόσμο, ότι τα ινδικά νησιά ήταν κοντά.
Όταν ο άνεμος της στεριάς μέσα από δάση φοινικόδεντρων, πορτοκαλεώνες και χωράφια βαλσαμόχορτου, φύσηξε πάνω απ΄τις θάλασσες της Αϊτής.
Μπότσαρη!
Με τους χιλιοτραγουδισμένους γενναίους που γέννησε η Ελλάδα στα χρόνια της δόξας της, ξεκουράσου.
Δεν υπάρχει πιο περήφανος τάφος, ούτε στο αποκορύφωμα της δόξας της.
Δεν φόρεσε πένθιμο φόρεμα για σένα, ούτε πρόσταξε τη σκοτεινή νεκροφόρα να στολιστεί.
Σαν κλαδί κομμένο απ΄το χωρίς φύλλα δέντρο του θανάτου.
Με της θλίψης την πομπή και την επίδειξη, την άκαρδη πολυτέλεια του τάφου...
Αλλά σε θυμάται ως ένα πολυαγαημένο που μίσεψε για λίγο καιρό...
Για σένα η λύρα του ποιητή της είναι στεφανωμένη.
Το μάρμαρό της λαξεύτηκε, η μουσική της γεμίζει τον αέρα.
Για σένα χτυπάει τις καμπάνες των γενεθλίων, για σένα τα νεογέννητα ψελλίζουν τα πρώτα τους λόγια.
Για σένα κάνει τη βραδινή της προσευχή σε ανάκλιντρο παλατιού, ή σε κρεβάτι καλύβας.
Κάθε στρατιώτης της που πολεμάει τον εχθρό, δίνει για χάρη σου το θανατηφόρο πλήγμα.
Η αρραβωνιαστικιά του, όταν φοβάται γι΄αυτόν, τη χαρά της νιότης της, σκέφτεται τη μοίρα σου και παύει τα δάκρυά της.
Κι εκείνη, η μητέρα των αγοριών σου, αν και στα μάτια της, στα μαραμένα μάγουλά της διαβάζεται η θλίψη, η μνήμη της θαμμένης χαράς της, δεν πρόκειται να μιλήσει. Ούτε κι η μάνα που σε γέννησε.
Κοντά στην εστία τους, σαν προσκύνημα, θα μιλάνε για τη μοίρα σου χωρίς αναστεναγμό.
Γιατί τώρα ανήκεις στην Ελευθερία και στη Δόξα, ένα απ΄τα λίγα, τ΄αθάνατα ονόματα που δεν γεννήθηκαν για να πεθάνουν...

ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ
Tου αμερικανού ποιητή Fitz-Greene Halleck, (1790- 1867)
Δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1825 

Δημήτρης Κ. Μπότσαρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου