Άρθρο - Ομιλία του Αντιστρατήγου (ε.α.) Αντώνη Βασιλείου*.
ΜΝΗΜΗ – ΙΣΤΟΡΙΑ – ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Η
μνήμη υπήρξε πάντοτε για τον νοήμονα άνθρωπο, το μεγαλύτερο όπλο του στον αγώνα
της προόδου και του πολιτισμού. Αυτό δε που αποτελεί η μνήμη για τον κάθε
άνθρωπο, είναι για τον κάθε λαό η ιστορία του. Δια μέσω της ιστορίας οι λαοί
αποκτούν γνώση των δυνάμεων τους και των ιδιοτήτων τους στα εμπόδια, τις
δοκιμασίες και τις κατακτήσεις κατά το πέρασμα των αιώνων. Αυτή η γνώση έχει
την αξία της συνειδήσεως, της εθνικής συνειδήσεως, διότι οι δυνάμεις και η
πραγματικότητα του παρόντος, είναι αναπόσπαστοι προς το παρελθόν, αφού είναι
αποτέλεσμα που διαμορφώθηκε στο παρελθόν. Το να κλείσει ένας λαός την ιστορία
του, θα ήταν σαν να ήθελε να ξαναδημιουργηθεί από το χάος. Και αν θα θέλαμε να
αχρηστεύσουμε τη μνήμη μας, με αυτό τον τρόπο, δεν θα μπορούσαμε να
καταστρέψουμε το παρελθόν, αφού αυτό ούτως ή άλλως υπήρξε, απλούστατα, θα αγνοούσαμε
τους εαυτούς μας.
Στην μακρόχρονη ιστορία του ελληνικού
Έθνους, ο τελευταίος μεγάλος ιστορικός σταθμός υπήρξε ο αγώνας της
ανεξαρτησίας, η Επανάσταση του 1821. Τότε που ο ελληνισμός, αποφασισμένος να
ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει, ανέτρεψε το μουσουλμανικό στοιχείο, το οποίο τον
καταδίκαζε αργά αλλά σταθερά, στον φυλετικό αφανισμό και δημιούργησε την απαρχή
μιας νέας περιόδου στην ιστορία του.
Την επέτειο αυτής της εξέγερσης,
εορτάζουμε αυτές τις ημέρες και η σημερινή ομιλία – άρθρο μου, έχει ως σκοπό να
προσφέρει έστω και ελάχιστα, στην ανάμνηση αυτής της εθνικής στιγμής. Δεν θα
επιχειρηθεί λεπτομερής απαρίθμηση μαχών, επεισοδίων, ηρωισμών και χρονολογιών.
Αυτό εξάλλου, θα απαιτούσε τεράστιο χρόνο. Αντιθέτως, θα γίνει προσπάθεια να
τονιστούν και να αξιολογηθούν, αφενός οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ξεκίνησαν
οι Έλληνες τον αγώνα τους, διότι εκεί ευρίσκεται το αξιοθαύμαστο και αφετέρου
οι συνέπειες και τα αποτελέσματα της Επαναστάσεως τόσο για τους Έλληνες όσο και
για τα άλλα έθνη.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
Κατά τις αρχές του 19ου
αιώνα, ο ελλαδικός χώρος ήταν για τέταρτη συνεχή εκατονταετία υπόδουλος των
Τούρκων. Ο λαός όμως που κατοικούσε σε αυτό τον χώρο, ουδέποτε λησμόνησε την
πολιτιστική του κληρονομιά και ουδέποτε έχασε την εθνική του συνείδηση, η οποία
αντιθέτως, ενισχύθηκε, αφού ο κοινός ξένος κίνδυνος απομάκρυνε τις τοπικιστικές
διαφορές των αρχόντων και δημιούργησε ισχυρή ενότητα μεταξύ τους.
Οι
Τούρκοι ήταν αποκλειστικά πολεμιστές και δεν είχαν τη δυνατότητα να διοικήσουν
τα κατακτηθέντα εδάφη. Επιπλέον δεν τους συνέφερε η εξαφάνιση και η πλήρης
γενοκτονία των Ελλήνων, επειδή αυτοί ήταν εργατικοί και παραγωγικοί και ήθελαν
να τους χρησιμοποιήσουν ως πηγή πλούτου. Έτσι επετράπη στους υπόδουλους Έλληνες
να έχουν στα χέρια τους την τοπική τους διοίκηση. Εξάλλου οι ηγεμόνες της
Τουρκίας, γνώριζαν την εχθρότητα μεταξύ των ορθοδόξων και των καθολικών και για
να στερήσουν τους Έλληνες, από πιθανή υποστήριξη των δυτικών, αντί να
πολεμήσουν τη χριστιανική πίστη, φρόντισαν να την ενισχύσουν, δίνοντας ορισμένα
προνόμια στην Ορθόδοξη ελληνική Εκκλησία. Οι κατακτητές, κατά την πρώτη περίοδο
της τουρκοκρατίας, δεν καταπίεσαν πολύ τους Έλληνες, όχι βέβαια από μεγαλοψυχία
ή φιλανθρωπία, αλλά για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα και τους σκοπούς των.
Αυτό όμως ήταν λάθος τους, διότι η Εκκλησία αποτέλεσε τον θώρακα του Ελληνισμού
και τον διαφύλαξε. Όταν συνειδητοποίησαν την λανθασμένη πολιτική τους,
επιχείρησαν με διώξεις και σφαγές να ελέγξουν την κατάσταση.
Ήταν όμως πολύ αργά. Οι Έλληνες για
μια ακόμη φορά, αποδείχθηκαν πνευματικά και πολιτιστικά ανώτεροι των κατακτητών
τους, αφού είχαν κατορθώσει να επιβληθούν ως λαός, στη ζωή του αχανούς
τουρκικού κράτους. Το εμπόριο της ξηράς και της θαλάσσης ήταν στα χέρια του. Οι
σημαντικότερες θέσεις της τουρκικής διοίκησης καθώς και η διπλωματία,
κατέχονταν από Έλληνες. Το Έθνος έδινε και πάλι τον πνευματικό του αγώνα
εναντίον των βαρβάρων. Όσα Ελληνόπουλα σώζονταν από το αποτρόπαιο παιδομάζωμα,
γέμιζαν τα θρυλικά κρυφά σχολεία, παίρνοντας το φως του ελληνοχριστιανικού
πολιτισμού, κρυμμένα στα σκοτεινά υπόγεια των εκκλησιών και των μοναστηριών.
Κληρικοί, όπως ο Ηλίας Μηνιάτης και ο Κοσμάς ο Αιτωλός, φλόγιζαν όλη τη χώρα με
τα κηρύγματα τους, γεμίζοντας την με την ελπίδα της Ελευθερίας.
Παράλληλα οι άνθρωποι των γραμμάτων
και των επιστημών, αλλά και οι έμποροι και οι κατέχοντες δημόσιες θέσεις,
εγκατεστημένοι στις χώρες της Ευρώπης, φρόντιζαν με ζήλο να προπαγανδίζουν υπέρ
της ελληνικής ιδέας, πείθοντας τους Ευρωπαίους, ότι το ελληνικό Έθνος υπάρχει,
ως ιστορική συνέχεια της αρχαίας Ελλάδος και του Βυζαντίου και ότι αυτοί οι
απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, άξιζαν καλύτερης τύχης. Το αποτέλεσμα ήταν η
δημιουργία ενός ισχυρού φιλελληνικού
ρεύματος, μεταξύ των λαών της Ευρώπης, πολύ πριν το 1821.
Εν τω μεταξύ, από τους πρώτους ήδη
χρόνους της τουρκοκρατίας οι Έλληνες εκείνοι που δεν άντεχαν τον τουρκικό ζυγό,
πήραν τα όπλα και άρχισαν πεισματώδη αγώνα κατά του κατακτητή, υπερασπιζόμενοι
συγχρόνως τους εαυτούς των αλλά και τον καταπιεζόμενο, από τη βαριά φορολογία
και τις διώξεις, λαό. Αυτοί ήταν οι αδάμαστοι Κλέφτες, οι ήρωες των θρύλων και
των τραγουδιών του λαού. Οι Τούρκοι ανήμποροι να τους αντιμετωπίσουν, ανέθεσαν
την καταδίωξη τους και την προστασία των οικονομικών συμφερόντων τους, σε
άλλους Έλληνες, τους οποίους εξόπλισαν για αυτό το σκοπό. Αυτοί ήταν οι
Αρματωλοί, οι οποίοι αργότερα αποτέλεσαν τον σκελετό του Ελληνικού στρατού. Με
αυτό τον τρόπο, οπλίζοντας Έλληνες εναντίον Ελλήνων, οι Τούρκοι διέπραξαν ένα
ακόμη τεράστιο σφάλμα. Ο λαός κατέστη εμπειροπόλεμος και είχε και όπλα στα
χέρια του. Τη στιγμή δε που παρέστη ανάγκη, η επιφανειακή έχθρα μεταξύ των
Κλεφτών και των Αρματωλών, έδωσε τη θέση της στην εθνική ενότητα.
Ήταν έτοιμος λοιπόν ο ελληνισμός και
προσδοκούσε τη μεγάλη στιγμή. Απόδειξη, οι πολυάριθμες εξεγέρσεις του 18ου
αιώνα, οι οποίες όμως αποτύγχαναν, διότι ο ελληνισμός στήριζε τις ελπίδες του
στη βοήθεια μιας από τις μεγάλες δυνάμεις και σχεδόν πάντα κατέληγε προδομένος
από αυτήν, καθότι η Αγγλία, ήταν πάντοτε επιφυλακτική, για την απελευθέρωση της
Ελλάδος από τους Τούρκους, η Γαλλία του Βοναπάρτη, είχε εδαφικές βλέψεις στην
Ελλάδα, ενώ η ομόθρησκη Ρωσία, υπολόγιζε τον δυστυχή γραικό, μόνο ως μέσον
παρενοχλήσεως και αντιπερισπασμού κατά του αιώνιου εχθρού της, τη Τουρκία.
Όμως, το ελληνικό αίμα που χύνονταν,
πότιζε υπομονετικά το δένδρο της Ελευθερίας. Η ώρα της Επανάστασης ωρίμαζε
συνεχώς και έγινε πλέον ιστορική αναγκαιότητα, στην παγκόσμια κοινωνική
συνείδηση. Ο τελευταίος επιφανής πατριώτης, που προσέφερε τη ζωή του θυσία στην
προετοιμασία της ελευθερίας, ήταν ο φλογερός Θεσσαλός Ρήγας Φεραίος, που ως
νέος Πίνδαρος, με το Θούριο του και τα γραπτά του, έσπειρε το σπόρο της
Ελευθερίας στις ψυχές των Ελλήνων.
Η ελληνική Επανάσταση αποτέλεσε για
την πραγματικότητα της εποχής εκείνης, γεγονός αναπάντεχο, το οποίο προξένησε
την έκπληξη παγκοσμίως. Για τους τρίτους παρατηρητές ήταν ένα θαύμα. Τα όσα
λέχθηκαν όμως μέχρι τώρα, είχαν σκοπό να μας δείξουν ότι το θαύμα δεν ήταν
τυχαίο ή θεόπεμπτο. Αντιθέτως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν θαύμα, φτιαγμένο
από ανθρώπους ενός λαού, ο οποίος ανατρέποντας τον ιστορικό νόμο της παρακμής
και του εκφυλισμού, κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει ως Έθνος, αλλά και να
προετοιμάσει τις προϋποθέσεις της ολοκληρωτικής ανεξαρτησίας του, αρχίζοντας
ένα υπεράνθρωπο και άνισο αγώνα, που όμως έμελλε να δικαιωθεί.
Εάν λοιπόν οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες
προετοιμάστηκε η εθνεγερσία αποτελούν την πρώτη φάση του ελληνικού θαύματος,
τότε ως δεύτερη φάση, εξίσου αξιοθαύμαστη, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την
έναρξη και συνέχιση του αγώνα, μιας χούφτας ανθρώπων, εναντίον μιας κραταιάς
αυτοκρατορίας, η οποία ενέπνεε τον σεβασμό και το δέος σε όλα τα κράτη της
Ευρώπης.
Η ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
Για τη διεξαγωγή ενός πολέμου,
απαιτούνται πολιτική κάλυψη, οικονομική υποστήριξη και προ πάντων οργανωμένος
στρατός. Τί από όλα αυτά είχαν οι επαναστάτες, κατά την έναρξη του αγώνα τους;
Πριν αναζητήσουμε την απάντηση, ας ακούσουμε τί αφηγείται χαρακτηριστικά η
μεγαλύτερη μορφή της Επαναστάσεως του 1821, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης:
«Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλλογιστήκαμε ούτε πόσοι
είμεθα, ούτε πως δεν έχουμε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα
και τις πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε “πού πάτε να πολεμήσετε με
σιτοκάραβα;’’, αλλά ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας
μας και όλοι και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι
πεπαιδευμένοι και οι έμποροι μικροί ή μεγάλοι, όλοι συμφωνήσαμε εις αυτό το
σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».
Να λοιπόν τί είχε η Ελλάδα, αντί όλων
των άλλων προϋποθέσεων. Την επιθυμία της Ελευθερίας. Αυτή ήταν που έκανε τους
εμπόρους της Φιλικής Εταιρείας, άξιους πρεσβευτές της ελληνικής υποθέσεως και
πολιτικούς οργανωτές του Αγώνα. Εξ αιτίας της, όλοι οι εύποροι Έλληνες,
προσέφεραν αφειδώς τις περιουσίες τους για τον ιερό σκοπό. Αυτή, μετέτρεψε ως
εκ θαύματος, τις άτακτες ομάδες των Κλεφτών και των αόπλων, σε οργανωμένο και
πειθαρχημένο στρατό και τα εμπορικά πλοιάρια του Αιγαίου, σε ικανότατο πολεμικό
στόλο, που σκόρπισε τον πανικό στην πανίσχυρη τουρκική αρμάδα. Αυτή έδωσε τη
δύναμη στους ηγέτες του λαού, να αγνοήσουν και να ξεπεράσουν τις δυσμενείς
διαθέσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων και την εχθρική στάση της Ιεράς Συμμαχίας, η
οποία καθόριζε κοινή εξωτερική πολιτική και κατέπνιγε αμείλικτα κάθε
απελευθερωτικό κίνημα των υπόδουλων λαών. Τίποτα όμως, δεν ήταν ικανό να
σταματήσει τη μοιραία πορεία της Ιστορίας. Κανείς δεν μπορούσε να σβήσει την
υπογραφή του Θεού, ο οποίος είχε υπογράψει την ελευθερία της Ελλάδος, όπως
συνήθιζε να λέει ο θρυλικός Γέρος του Μωριά.
Η πρώτη φλόγα της Επαναστάσεως ανάβει
στη Μολδαβία, όπου υπήρχε έντονο το ελληνικό στοιχείο. Ο ηρωικός Αλέξανδρος
Υψηλάντης με τους Ιερολοχίτες του, αποτυγχάνει και ηττάται στο Δραγατσάνι. Όμως
ο σπινθήρας είχε ήδη μεταδοθεί στην κυρίως Ελλάδα, όπου τα πάντα ήταν έτοιμα
για τον Αγώνα.
Στις 23 Μαρτίου του 1821, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Πετρόμπεης
Μαυρομιχάλης,, επικεφαλής των Μανιατών καταλαμβάνουν την Καλαμάτα, ενώ σχεδόν
ταυτόχρονα κηρύσσεται η επανάσταση στην Πάτρα και στα Καλάβρυτα, όπου ο Παλαιών
Πατρών Γερμανός υψώνει το λάβαρο του αγώνα και ορκίζει τους αγωνιστές με τις
λέξεις «Ελευθερία ή Θάνατος». Την ίδια ημέρα, ο Πετρόμπεης αποστέλλει
ιστορική διακήρυξη, προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει
:
«Όντες εις αθλίαν κατάστασιν, στερημένοι από όλα τα δίκαια μας, με μίαν
γνώμην, ομοφώνως απεφασίσαμεν να λάβωμε τα όπλα και να ορμήσωμε κατά των
τυράννων. Πάσα μεταξύ μας φατρία και διχόνοια απερρίφθησαν εις τον βυθόν της
λήθης και άπαντες πνέομεν πνοή ελευθερίας. Αι χείραι μας δεμέναι μέχρι τώρα από
τας σιδηράς αλύσσους της βαρβαρικής τυραννίας ελύθησαν ήδη και έλαβαν τα όπλα
κατά των τυράννων. Η κεφαλή μας η κλίνουσα τον αυχένα υπό τον σκληρόν ζυγόν τον
αποτίναξε ήδη και άλλο δεν φρονεί ει μη την ελευθερία της. Η γλώσσα μας κράζει
τώρα μεγαλοφώνως και κάμνει να αντηχεί ο αήρ το γλυκύτατο όνομα της ελευθερίας.
Εν ενί λόγω, απεφασίσαμεν ή να ελευθερωθώμεν ή να αποθάνωμεν...».
Μετά
την Πελοπόννησο, η Επανάσταση εξαπλώνεται αστραπιαία σε όλη την Ελλάδα και τα
νησιά. Ο πόλεμος έχει ανάψει. Ο ηρωικός Αθανάσιος Διάκος, ως νέος Λεωνίδας,
θυσιάζεται στο γεφύρι της Αλαμάνας. Αργότερα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος θα
εκδικηθεί, αποδεκατίζοντας τους Τούρκους στο Χάνι της Γραβιάς. Στη Νάουσα, οι
γυναίκες μιμούμενες τις Σουλιώτισσες του Ζαλόγγου, πέφτουν στο καταρράκτη του
ποταμού Αραπίτσα, για να μη παραδοθούν
στην οργή των βαρβάρων.
Στην Πελοπόννησο ο Κολοκοτρώνης νικά
στο Βαλτέτσι και αργότερα, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 καταλαμβάνει την Τρίπολη. Ο
Μωριάς είναι πλέον ελεύθερος! Το
Μεσολόγγι αρχίζει να γράφει την ένδοξη ιστορία του. Η θηριωδία των Τούρκων,
κατά την καταστροφή της επαναστατημένης Χίου, ξεσηκώνει την παγκόσμια κοινή
γνώμη. Λίγο αργότερα, ο δαυλός και τα πυρπολικά του Κωνσταντή Κανάρη, κλείνουν
τον τουρκικό στόλο στα Δαρδανέλια και φωτίζουν με το φως της Ελευθερίας όλο το
Αιγαίο.
Πράξεις θυσίας και ηρωισμοί
απίστευτοι, που ίσως άλλα κράτη θα επιθυμούσαν να έχουν έστω και μία φορά στην
ιστορία του, αποτελούν καθημερινά γεγονότα στα πρώτα χρόνια του Αγώνα.
Η προσπάθεια του μικρού, αλλά
υπερήφανου ελληνικού λαού συνταράσσει την Ευρώπη και τον κόσμο. Εκατοντάδες
ξένοι φιλέλληνες, καταφθάνουν στην Ελλάδα, για να αγωνιστούν και πέφτουν
θυσιαζόμενοι, για τα ιδανικά της Ελευθερίας των Ελλήνων. «Αν είναι να
πεθάνομε για την Ελλάδα, θεία είναι η δάφνη, μία φορά κανείς πεθαίνει»,
λέει ο Γερμανός ποιητής Φρειδερίκος Μιστράλ.
Μετά τις πρώτες επιτυχίες, οι
αγωνιζόμενοι Έλληνες φρόντισαν και για την τυπική δημιουργία του ελληνικού
κράτους. Ψηφίστηκε Σύνταγμα, κατά την πρώτη εθνοσυνέλευση των Ελλήνων, εξελέγη
κυβέρνηση και άρχισαν να ισχύουν οι ψηφισθέντες ελληνικοί νόμοι. Μετά την πρώτη
περίοδο του αυθορμητισμού και της ορμής του Αγώνα, έπρεπε να υπάρξει ψυχραιμία,
για να λείψουν οι προχειρότητες και να τεθεί ένα πρόγραμμα. Πάνω σε αυτή την
προσπάθεια, έγιναν σφάλματα, από αυτούς που είχαν ηγετικό ρόλο στον Αγώνα. Τα
προαιώνια ελαττώματα της φυλής, όπως η φιλαρχία, ο εγωισμός και η επιπολαιότητα
και ο τοπικισμός, ήρθαν στην επιφάνεια και δημιούργησαν κινδύνους για το
νεοσύστατο και ευάλωτο ελληνικό κράτος.
Εν τω μεταξύ, οι δυνάστες του
ελληνικού λαού, μετά από τον αρχικό αιφνιδιασμό και τις πρώτες απώλειες εδαφών,
άρχισαν να αναζητούν λύσεις, για ανατροπή της κατάστασης, την οριστική
εκμηδένιση των επαναστατών και την ανάκτηση της χαμένης κυριαρχίας των. Σε
αυτές λοιπόν τις κρίσιμες περιστάσεις,, οι Έλληνες βρέθηκαν χωρισμένοι. Μόνο
όταν ο κίνδυνος έγινε συγκεκριμένος και άμεσος στο πρόσωπο του Αιγύπτιου
Ιμπραήμ πασά, ο οποίος με τα πολυάριθμα και καλά εκπαιδευμένα στρατεύματα του,
αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο και άρχισε το έργο της καταστροφής και των
αντιποίνων, τότε και μόνο οι Έλληνες αφυπνίστηκαν και κατενόησαν την ανάγκη της
ενότητας.
Μεγαλειώδης στιγμή ηρωισμού εκείνη
την περίοδο, υπήρξε η μάχη στο Μανιάκι, και ο υπερήφανος θάνατος μιας μεγάλης
μορφής του αγώνα, του Παπαφλέσσα, μετά από απελπισμένη αντίσταση μέχρις
εσχάτων. Τόσο εντυπωσίασε ο ήρωας αυτός τον νικητή Ιμπραήμ, ώστε ο πασάς
αναζήτησε επιμόνως το πτώμα του Παπαφλέσσα και τον τίμησε φιλώντας τον στο
μέτωπο!!
Με πόση ακρίβεια αλήθεια,
επαναλαμβάνεται μερικές φορές η Ιστορία!!! Περισσότερα από 100 χρόνια αργότερα,
το 1940-41, η Ελλάδα και πάλι έδινε μαθήματα ηρωισμού, στα οχυρά Ρούπελ, με
αποτέλεσμα οι σιδηρόφρακτοι νικητές Γερμανοί του Χίτλερ, να αναγκαστούν να
αποδώσουν τιμές προς τους υπεράνθρωπους υπερασπιστές των οχυρών.
Όμως, παρ’ όλους τους κινδύνους,
έφτασε επιτέλους η πολυπόθητη στιγμή της ελευθερίας. Οι πολυετείς αγώνες, το
άφθονο αίμα των Ελλήνων που χύθηκε για τον ιερό σκοπό, το πείσμα και ο
ανεπανάληπτος ηρωισμός των αγωνιστών, είχαν γύρει την πλάστιγγα της Ιστορίας οριστικά
και αμετάκλητα. Αυτό το είχαν συνειδητοποιήσει και οι μεγάλες δυνάμεις και
αποφάσισαν ότι τώρα πλέον όφειλαν να επέμβουν υπέρ του νεοσύστατου κράτους.
Έτσι λοιπόν, η τελευταία και αποφασιστική αναμέτρηση επικράτησης της
Επαναστάσεως, ήταν η ναυμαχία του Ναβαρίνου, όπου ο στόλος των μεγάλων
δυνάμεων, αφού συνέτριψε τον Αιγυπτιακό, αποβίβασε και στρατεύματα στην ξηρά,
με αποτέλεσμα εντός ολίγου χρόνου να απελευθερωθεί ολόκληρη η Πελοπόννησος από
τους Αιγύπτιους εισβολείς. Η Ελλάδα ήταν πλέον αναγνωρισμένο ανεξάρτητο κράτος.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Επανάσταση του 1821, είχε ως άμεσο
αποτέλεσμα την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Η χώρα του Περικλή, του Επαμεινώνδα και
του Λεωνίδα, κατοικούνταν και πάλι από ελεύθερους ανθρώπους, τους ελεύθερους
Έλληνες. Το ελληνικό Έθνος, μετά από τέσσερες αιώνες πνευματικής και υλικής
δουλείας, εγκαινίαζε την νεότερη Ιστορία του. Επιπλέον, ο Ελληνικός αγώνας,
υπήρξε η απαρχή μιας σειράς αγώνων των Βαλκανικών κρατών, με αποτέλεσμα η
Τουρκία της Ευρώπης, να περιοριστεί σε ένα μικρό τμήμα στη χερσόνησο του Αίμου.
Ακόμη, η ύψιστη προσφορά της
Επαναστάσεως, προσδιορίζεται στον τομέα των ηθικών αξιών, όπως η ελευθερία και
η αξιοπρέπεια του ατόμου και στην γνώση των απεριορίστων δυνάμεων ενός λαού,
όταν αυτός μάχεται για να προασπίσει τα ιδανικά του.
Η θυσία των γυναικών του Σουλίου, στο
Ζάλογγο και στη Μονή Σέλτσου, καθώς και των γυναικών της Νάουσας, δεν είχε αυτή
καθ’ εαυτή, ουδεμία στρατηγική ή πολιτική σημασία. Παραμένει όμως υποθήκη
ανεκτίμητη για κάθε πολιτισμένο άνθρωπο, σε ότι αφορά στην ιεραρχία των αξιών,
τοποθετώντας την Ελευθερία, υπεράνω της ανθρώπινης ζωής.
Το ότι οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του
Μεσολογγίου, παρέμειναν επί μακρόν αγωνιζόμενοι, χωρίς τρόφιμα και πολεμοφόδια,
ασφαλώς δεν επηρέασε καθοριστικά την έκβαση του Αγώνα, έδειξε όμως στους λαούς,
ανά τον κόσμο, ότι το ψυχικό σθένος μπορεί να ανατρέψει ακόμη και απαράβατους
βιολογικούς νόμους, όπως αυτούς της πείνας και της δίψας.
Ας είναι η 25η Μαρτίου 1821 ο λαμπρός
φωτοδότης της ζωής μας και της πορείας του Έθνους μας, και ας αποτελεί την
ύψιστη έκφραση της πολεμικής αρετής των προγόνων μας.
ΖΗΤΩ Η 25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821
ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
* Ο Αντώνης Βασιλείου είναι Αντιστράτηγος ΜΧ (εα), Διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός, MSc Επιχειρησιακός Ερευνητής, τ. Σύμβουλος ΟΑΣΕ επί Συμβατικών Εξοπλισμών και τ. Μελετητής των Συστημάτων Διοικήσεως και Ελέγχου Πληροφοριών του ΝΑΤΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου