Γράφει ο Αντγος (ε.α.) Αντώνης Βασιλείου*.
Η
Ρωσία, η οποία έστειλε μια συγκριτικά μικρή δύναμη στη Συρία, θα συνεχίσει να
αποκομίζει σημαντικά διπλωματικά, εμπορικά και στρατιωτικά οφέλη από τις εκεί επιχειρήσεις
της. Η συνεχιζόμενη όμως παρουσία της Ρωσίας στη Συρία, ενέχει τον κίνδυνο οι
επιχειρήσεις της να καταλήξουν σε οικονομικό έλος. Ειδικότερα, η Ρωσία όσο πάει
και θα δυσκολευτεί να κρατήσει μακριά τις δυνάμεις της Συρίας και της Τουρκίας
καθώς έρχονται όλο και πιο κοντά στη βορειοανατολική Συρία.
Εισχωρώντας
ως σφήνα ανάμεσα στους εχθρούς της του ΝΑΤΟ, δοκιμάζοντας νέα όπλα, η Ρωσία
έχει επιτύχει μια σειρά από στρατηγικές και τακτικές επιτυχίες στη Συρία.
Παρόλα αυτά, τα κέρδη δεν είναι όλα ξεκάθαρα για τη Μόσχα εν όψει της
μεγαλύτερης έκθεσης της σε επιθέσεις ανταρτών και στην προοπτική να υποστεί
παράπλευρες ζημιές στις περιφερειακές μάχες εξουσίας.
Εν
μέσω του μεγάλου ανταγωνισμού εξουσίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία
προσπάθησε να επεκτείνει την εμβέλεια και την επιρροή της στη Μέση Ανατολή και
πέρα από αυτή, με την αποστολή της στη Συρία. Η επιχείρηση αυτή, η πιο σοβαρή
δράση μεγάλης εμβέλειας της Ρωσίας από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, υπόσχεται
μεγάλες ανταμοιβές αλλά ενέχει και σημαντικούς κινδύνους.
Ένα
από τα πιο αξιοσημείωτα επιτεύγματα της Ρωσίας στη Συρία είναι τα υπερμεγέθη
κέρδη που έχει επιτύχει με συγκριτικά χαμηλό κόστος. Συνεισφέροντας μια δύναμη
περίπου 5.000 ατόμων, οι περισσότεροι από τους οποίους ασχολήθηκαν με την
παροχή αεροπορικής υποστήριξης, συμβουλές και ειδικές λειτουργίες, η Μόσχα (σε συνεργασία
με την Τεχεράνη) σταθεροποίησε την κυβέρνηση της Συρίας. Αυτό, με τη σειρά του,
έχει εξασφαλίσει τις βάσεις της Ρωσίας στη Συρία, οι οποίες περιλαμβάνουν τώρα
τόσο λιμενικές όσο και αεροπορικές εγκαταστάσεις, που της προσφέρουν πρόσβαση
σε πολλά εμπορικά συμφέροντα στη χώρα, ενισχύουν την παγκόσμια αντίληψη της
στρατιωτικής της ισχύος και προετοιμάζουν το δρόμο για να «αρπάξουν» μεγαλύτερο
διπλωματικό ρόλο στην περιοχή.
Στο
διπλωματικό πεδίο, η Ρωσία επεξέτεινε την εταιρική της σχέση με το Ιράν,
μετέτρεψε μια τεταμένη αντιπαράθεση με την Τουρκία σε μια ραγδαία βελτιούμενη
σχέση και έγινε κρίσιμος περιφερειακός παράγοντας που το Ισραήλ, η Ιορδανία το
Ιράκ και η Σαουδική Αραβία καθόλου δεν αγνοούν. Επιπλέον, υποχρέωσε τις
Ηνωμένες Πολιτείες να συμμετάσχουν σε εκτεταμένες διαπραγματεύσεις σχετικά με
τις περιφερειακές ανησυχίες, συμπεριλαμβανομένων των συνομιλιών για την
εξάλειψη των χημικών όπλων στη Συρία.
Για
τους στρατιωτικούς, η παρέμβαση επέτρεψε στις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις να
δοκιμάσουν νέα οπλικά συστήματα, όπως πυραύλους Cruise και νέα μαχητικά αεροσκάφη σε συνθήκες μάχης,
να εκπαιδεύσει εκ περιτροπής μεγάλο αριθμό αξιωματικών στο θέατρο επιχειρήσεων
για απόκτηση πρόσθετης εμπειρίες σε ζώνη μάχης. Η Ρωσία πέτυχε όλα αυτά με τόσο
λίγα θύματα και απώλειες εξοπλισμού που η ανώτατη διοίκηση έχει αρχίσει να
μιλάει για τη χρήση της εμπειρίας της Συρίας ως πρότυπο για ένα νέο πλαίσιο
δραστηριοτήτων, το οποίο ονόμασε «στρατηγική περιορισμένης δράσης».
Ακόμη, από την έναρξη της τουρκικής εισβολής
στη βορειοανατολική Συρία στις 9 Οκτωβρίου, οι Ρώσοι έχουν επιτύχει σημαντικούς
στόχους μέσω της παρουσίας τους στη χώρα. Όχι μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες
ξεκίνησαν τη διαδικασία της μαζικής απόσυρσης από τη Συρία, μια μακροπρόθεσμη
απαίτηση της Μόσχας, τα αμερικανικά στρατεύματα έδωσαν ακόμη και κάποιες από
τις βάσεις με τις εγκαταστάσεις τους απευθείας στους Ρώσους.
Οι
διαιρέσεις μεταξύ των δύο μεγαλύτερων στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ (ΗΠΑ και
Τουρκία) είναι πολύ ευπρόσδεκτα νέα στη Μόσχα, η οποία εξακολουθεί να
αντιλαμβάνεται τη ΝΑΤΟϊκή Συμμαχία ως
κρίσιμη απειλή. Η Ρωσία εργάστηκε σκληρά για να ενθαρρύνει αυτή τη διάσπαση, πουλώντας
κρίσιμα οπλικά συστήματα στην Τουρκία, όπως το S-400 που περιπλέκει τη
διαλειτουργικότητα του εξοπλισμού του ΝΑΤΟ και ενθαρρύνει τη μετατόπιση της
τουρκικής ευθυγράμμισης προς τη Μόσχα, προσφέροντας επιλεκτικές στρατηγικές
παραχωρήσεις στους Τούρκους της Συρίας όπως όταν σταμάτησε κατά τη διάρκεια της
τουρκικής επίθεσης στην πόλη Afrin τον Ιανουάριο του 2018 ή όταν κατέληξε σε συμφωνία
με την Τουρκία στις 22 Οκτωβρίου για να εξαναγκάσει τους Κούρδους της Συρίας να
απομακρυνθούν από τα σύνορα μεταξύ Τουρκίας και Συρίας.
Η
πιο πρόσφατη τουρκική επίθεση στη βορειοανατολική Συρία και η επακόλουθη
απόσυρση των ΗΠΑ οδήγησαν τις Συμμαχικές Δυνάμεις (SDF) να προσεγγίσουν τη
συριακή κυβέρνηση, επιτρέποντας στις δυνάμεις του Προέδρου Bashar al Assad να επεκτείνουν τον έλεγχο σε ευρύτερες περιοχές της χώρας. Και οι δύο
αυτές εξελίξεις ενισχύουν σημαντικά την επιρροή και τη θέση της Ρωσίας στη
χώρα, καλλιεργώντας μια ισχυρότερη και πιο εδραιωμένη συριακή κυβέρνηση υπό
άμεση ρωσική επιρροή και κάνοντας τη Μόσχα όλο και πιο απαραίτητο διαμεσολαβητή
μεταξύ σχεδόν όλων των σημαντικών εναπομενουσών δυνάμεων στη Συρία.
Ωστόσο,
για όλα όσα επ’ ωφελεία της έχει επιτύχει η Ρωσία στη Συρία, υπάρχουν αρκετά
σύννεφα στον ορίζοντα. Ο πρώτος σημαντικός κίνδυνος συνεπάγεται την μακρόχρονη μελλοντική
αντιμετώπιση των εξτρεμιστικών ομάδων στην περιοχή. Με τις δυνάμεις του SDF σε σύγχυση,
με τους Αμερικανούς σε μεγάλο βαθμό να εγκαταλείπουν τη χώρα και τους Τούρκους να
έχουν επικεντρωθεί στον αγώνα τους εναντίον των Μονάδων Προστασίας του Λαού
(YPG), της κουρδικής σπονδυλικής στήλης του SDF, το Ισλαμικό Κράτος έχει τώρα μία χρυσή
ευκαιρία να αναδιοργανωθεί, εκμεταλλευόμενο το κενό ισχύος που δημιουργείται στην
ανατολική Συρία. Ο μεγάλος αριθμός ακραίων εξτρεμιστών που δραπετεύουν σήμερα από
τα στρατόπεδα φυλακής στη
βορειοανατολική Συρία, θα ενισχύσει σημαντικά την προσπάθεια αυτή του ISIS. Επιπλέον, άλλες εξτρεμιστικές ομάδες της
χώρας που δεν ανήκουν στο ISIS,
όπως η θυγατρική της al-Qaeda, Hurras al-Din, θα είναι σε θέση να αποκτήσουν
μεγαλύτερη δύναμη καθώς η συνολική προσπάθεια τους μετατοπίστηκε από το οχυρό
τους στην επαρχία Idlib σε άλλα μέρη της Συρίας. Η Ρωσία θα πιθανόν να αναγκαστεί
να δεσμεύσει ακόμα περισσότερα στρατεύματα και πόρους στη Συρία για την
καταπολέμηση της αναζωπύρωσης του ανταρτοπόλεμου που θεωρεί όλο και περισσότερο
τη Μόσχα ως κύριο εχθρό.
Ένας
άλλος κίνδυνος για τη Ρωσία, που πηγάζει από τις σχέσεις μεταξύ Ηνωμένων
Πολιτειών και Τουρκίας, είναι το θέμα των πυρηνικών όπλων. Στο πλαίσιο της
πυρηνικής αποτροπής που προσφέρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στους συμμάχους των
στο ΝΑΤΟ, οι αμερικανικές δυνάμεις έχουν αποθηκεύσει περίπου 50 πυρηνικές
βόμβες B61 στην αεροπορική βάση Incirlik στην Τουρκία. Αυτά τα όπλα παρέχουν
διαβεβαίωση στους συμμάχους του ΝΑΤΟ, όπως η Τουρκία, ότι δεν θα είναι
ανυπεράσπιστοι εναντίον μιάς πυρηνικής επίθεσης, παρόλο που οι χώρες υποδοχής
δεν μπορούν να τις ελέγξουν άμεσα χωρίς την εξουσιοδότηση των ΗΠΑ. Με την
αυξανόμενη διχοτόμηση μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας, η τύχη αυτής της
πολιτικής για τον πυρηνικό επιμερισμό τίθεται τώρα υπό αμφισβήτηση. Εάν οι
Ηνωμένες Πολιτείες τελικά αποφασίσουν να αποσύρουν τα όπλα αυτά, η Τουρκία θα
μπορούσε να αποφασίσει να ακολουθήσει ένα δικό της πρόγραμμα πυρηνικών όπλων,
το οποίο θα ανοίξει την όρεξη πολλών κρατών στην περιοχή όπως π.χ. η Σαουδική
Αραβία. Το αποτέλεσμα θα ήταν μια επικίνδυνη κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών που θα
μπορούσε να αποσταθεροποιήσει την περιοχή και να φέρει περισσότερα πυρηνικά
όπλα κοντά στα σύνορα της Ρωσίας.
Η
ισχυρότερη θέση της Μόσχας στη Συρία τοποθετεί επίσης τη Ρωσία εν μέσω
σημαντικών περιφερειακών εχθρών, ιδίως μεταξύ Ιράν και Ισραήλ. Τόσο η Μόσχα όσο
και η Τεχεράνη προσέφεραν σημαντική στήριξη στη συριακή κυβέρνηση, αλλά οι
ρωσικές δυνάμεις θα μπορούσαν να βρεθούν στη διασταύρωση αν οι Ιρανοί
στρατιώτες που βρίσκονται στη Συρία έρθουν σε σύγκρουση με το Ισραήλ. Στην
πραγματικότητα, οι Ρώσοι στρατιώτες έχουν ήδη υποστεί ζημιές από την ισραηλινό -
ιρανική αντιπαράθεση, καθώς ένας πύραυλος της Συρίας κατέρριψε ένα ρωσικό αεροπλάνο με 15 επιβαίνοντες τον
Σεπτέμβριο του 2018, καθώς οι δυνάμεις της Συριακής Κυβέρνησης προσπαθούσαν να
αποκρούσουν μια ισραηλινή αεροπορική επιδρομή.
Μέχρι
στιγμής, η παραμονή της Μόσχας στη
Δαμασκό είναι επιτυχής. Με ελάχιστη δαπάνη, η Ρωσία έχει καταστεί ο ισχυρότερος
παράγοντας στη χώρα. Όμως, η μεγαλύτερη παρουσία της, κάνει τη Μόσχα πιο
ευάλωτη σε επιθέσεις ανταρτών και διασταυρούμενα πυρά μεταξύ τοπικών αντιπάλων,
ενώ παράλληλα έχει επεκτείνει τις δεσμεύσεις της για την προστασία των
συμφερόντων τόσο της ίδιας, όσο και της συριακής κυβέρνησης. Έτσι, για τη
Ρωσία, η μεγαλύτερη εξουσία τελικά συνεπάγεται και μεγαλύτερη ευθύνη, καθώς και
μεγαλύτερη έκθεση σε νέους κινδύνους.
=============
=============
* Ο Αντώνης
Βασιλείου είναι Αντιστράτηγος (εα), Διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός, MSc
Επιχειρησιακός Ερευνητής, τ. Σύμβουλος ΟΑΣΕ επί Συμβατικών Εξοπλισμών και τ.
Μελετητής των Συστημάτων Διοικήσεως και Ελέγχου Πληροφοριών του ΝΑΤΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου