Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Οι παλινωδίες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και οι επιπτώσεις στα κρίσιμα οπλικά της συστήματα.


Γράφει ο Αντιστράτηγος (ε.α.) Αντώνης Βασιλείου*.
Η τουρκική κυβέρνηση χρησιμοποιεί τα εξοπλιστικά προγράμματα πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, ως μοχλό πίεσης στον υπολογισμό της εξωτερικής της πολιτικής τη δεκαετία του 1990. Δηλαδή αγοράζει από την Γαλλία ή τη Γερμανία για να ενισχύσει τη διαδικασία ένταξης της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αγοράζει από το Ισραήλ για να ενισχύσει τη στρατηγική της εταιρική σχέση,  αγοράζει από τις ΗΠΑ για να διατηρήσει την αμερικανική πολιτική υποστήριξη και ούτω καθεξής. 

Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, η Τουρκία δεν είναι πλέον αγοραστής έτοιμων (off-the-shelf ) οπλικών συστημάτων, πλην όμως η εξωτερική της πολιτική εξακολουθεί να περιστρέφεται περί τον τομέα των προμηθειών αμυντικού υλικού.


Η φιλόδοξη εκστρατεία του Ερντογάν για το σχεδιασμό, την ανάπτυξη και την κατασκευή εγχώριων οπλικών συστημάτων συνέβαλε επιτυχώς στην ενίσχυση της τοπικής αμυντικής βιομηχανίας, ιδίως στην παραγωγή μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UAVs), σκαφών του πολεμικού ναυτικού, τεθωρακισμένων οχημάτων και έξυπνων πυρομαχικών, τα οποία προμηθευόταν από το εξωτερικό από τη δεκαετία του 90 και μέχρι αρχές της δεκαετίας του 2000.

Η Τουρκία μπορεί τώρα να καυχηθεί ότι έχει αναπτύξει τοπικά κατασκευασμένα επιθετικά ελικόπτερα, εκπαιδευτικά αεροσκάφη και αποβατικά σκάφη, εκ των οποίων όλα ενσωματώνουν διάφορα επίπεδα μεταφοράς τεχνολογίας η οποία αποκτήθηκε από τη συμμετοχή της σε διεθνή εξοπλιστικά προγράμματα. Τα οπλικά συστήματα τοπικής παραγωγής πληρούν το 70% περίπου των απαιτήσεων του στρατού, σε σύγκριση με 35% το 2002. Το 2019 υπήρχαν πέντε τουρκικοί κατασκευαστές όπλων στον παγκόσμιο κατάλογο των κορυφαίων 100.

Τα αριθμητικά αυτά στοιχεία αποτελούν αδιαμφισβήτητα μια ιστορία επιτυχίας  αλλά σε αυτό το εντυπωσιακό πλαίσιο, το σύστημα προμηθειών της Τουρκίας φαίνεται να έχει πέσει θύμα σημαντικών εσφαλμένων εκτιμήσεων της εξωτερικής πολιτικής, ιδιαίτερα τα τελευταία πέντε χρόνια. Τα προβλήματα αφορούν όλες τις τεχνολογίες στις οποίες οι εγχώριες δυνατότητες της Τουρκίας απέτυχαν να επιτύχουν το επιθυμητό τελικό προϊόν.

Αεράμυνα

Οι Τούρκοι στρατιωτικοί σχεδιαστές αναγνώρισαν για πρώτη φορά την άμεση ανάγκη της χώρας για συστήματα αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας μεγάλης εμβέλειας στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Το 2013, ο Ερντογάν σοκάρισε τους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ, όταν ανακοίνωσε ότι είχε επιλέξει την κινέζικη εταιρία CPMIEC για την προμήθεια αντιαεροπορικού υλικού τελευταίας γενιάς. Στη συνέχεια και υπό την πίεση της Δύσης οι διαπραγματεύσεις με την CPMIEC απέτυχαν το 2015 και η Άγκυρα προσκάλεσε νέες προσφορές από προμηθευτές των ΗΠΑ (Patriot), της Ευρώπης (SAMP/T) και της Ρωσίας (S-400). Η Άγκυρα σοκάρισε και πάλι τους δυτικούς συμμάχους της, επιλέγοντας το ρωσικό σύστημα S-400, το οποίο αρχικά ισχυρίστηκε ότι θα μπορούσε να ενσωματωθεί στα συστήματα ραντάρ των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στο τουρκικό έδαφος.

Το πρόγραμμα S-400 ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων θα είναι η αρχή μιας ευρείας, ευημερούσας και πιο μακροπρόθεσμης σύμπραξης στον τομέα των στρατιωτικών προμηθειών μεταξύ της Άγκυρας και της Μόσχας. Το 2019, παρά τις προειδοποιήσεις του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, η Τουρκία παρέλαβε τους S-400. Ο Ερντογάν δήλωσε ότι η κυβέρνησή του θα διαπραγματευτεί μια δεύτερη παρτίδα S-400s και τώρα συζητείται η απόκτηση του πιο εξελιγμένου συστήματος S-500.

Τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ ελπίζουν ότι η Άγκυρα θα εγκαταλείψει το σύστημα S-400 σε υπόστεγα και δεν θα το κάνει ποτέ λειτουργικό, αλλά η τουρκική κυβέρνηση επιμένει ότι το σύστημα θα τεθεί σε λειτουργία αυτόν τον Απρίλιο.

Μαχητικό αεροσκάφος επόμενης γενιάς

Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 η υπερβολικά φιλόδοξη τουρκική υπηρεσία αμυντικών προμηθειών άρχισε να φλερτάρει με την ιδέα σχεδιασμού και κατασκευής ενός 100% τουρκικού μαχητικού αεροσκάφους, με στόχο να τερματίσει την εξάρτηση της από δυτικούς προμηθευτές. Χορηγήθηκαν κονδύλια και το πρόγραμμα TF-X ξεκίνησε με μεγάλη προβολή. Το πρώτο εγχώριο μαχητικό αεροσκάφος προγραμματίστηκε να είναι στον αέρα το 2023, την εκατονταετηρίδα της Τουρκικής Δημοκρατίας. Καθώς όμως οι τουρκικές αεροδιαστημικές βιομηχανίες Tusas (TAI) μπήκαν βαθύτερα στο πρόγραμμα TF-X, αντελήφθησαν  ότι ένα τουρκικό αεροσκάφος 100% στον αέρα μέχρι το 2023 ήταν ένα όνειρο.

Η TAI υπέγραψε προκαταρκτική συμφωνία σχεδιασμού με τη British Aerospace για το τουρκικό αεροσκάφος. Αλλά το σχεδιαζόμενο αεροσκάφος δεν θα διαθέτει τουρκικό κινητήρα. Η Τουρκία θα πρέπει να εξαρτάται από ξένο προμηθευτή κινητήρων. Οι σχεδιαστές προμηθειών έπρεπε να μετακινήσουν σιωπηρά τον στόχο παραγωγής από το 2023 έως το 2025-26. Οι αναλυτές πιστεύουν ότι ακόμη και το 2030 θα μπορούσε να είναι υπερβολικά αισιόδοξο. Σύμφωνα με ορισμένους άλλους αναλυτές, ο πιο ρεαλιστικός στόχος είναι "ποτέ".

Ενώ η Τουρκία επένδυε στο TF-X, ήταν επίσης μέλος της πολυεθνικής κοινοπραξίας με έδρα τις ΗΠΑ, η οποία δημιούργησε το αεροσκάφος F-35 Lightning II της επόμενης γενιάς. Ωστόσο, επειδή η Τουρκία επέμενε να λειτουργήσει το ρωσικό σύστημα S-400 στο έδαφος του ΝΑΤΟ, η συμμετοχή της στο πρόγραμμα F-35 (Joint Strike Fighter) ακυρώθηκε. Ο Ερντογάν ανακοίνωσε ότι η Τουρκία είναι πρόθυμη να αγοράσει το Su-35 ή το πιο προηγμένο μαχητικό αεροσκάφος Su-57 από τη Ρωσία. Αυτό είναι ένα ακόμη λάθος.

Ακόμη χειρότερα, η Τουρκία και η Ρωσία έχουν έντονα αποκλίνοντα συμφέροντα στη Συρία και το επεισόδιο στην  πόλη Idlib, όπου συριακές δυνάμεις, με ρωσική αεροπορική υποστήριξη, σκότωσαν 34 Τούρκους στρατιώτες στις 29 Φεβρουαρίου, υπενθύμισε στην Άγκυρα ότι υπάρχουν όρια σε οποιαδήποτε τούρκο-ρωσική εταιρική σχέση. Η Άγκυρα είχε επενδύσει πάρα πολλά στο αναδυόμενο μπλοκ με τη Ρωσία, όμως ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό τελικά.

Άρμα Μάχης επόμενης γενιάς

Ένα από τα πιο φιλόδοξα προγράμματα "100% τουρκικών" όπλων είναι το Altay, το πρώτο τουρκικής κατασκευής άρμα μάχης. Μετά από την κατασκευή τεσσάρων πρωτοτύπων από ιδιωτική εταιρία, ο Ερντογάν  απένειμε το συμβόλαιο παραγωγής, αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε έναν από τους επιχειρηματικούς συνεργάτες του !!! Όμως σε επίπεδο τεχνολογίας, αυτό το πρώτο τουρκικό άρμα είχε ένα σοβαρό πρόβλημα. Δεν διέθετε κινητήρα και σύστημα μετάδοσης κίνησης. Τα τελευταία δύο χρόνια, τα στελέχη της Altay προσπάθησαν απεγνωσμένα να προμηθευτούν κινητήρες και συστήματα μετάδοσης κίνησης από το εξωτερικό χωρίς επιτυχία. Το Altay σχεδιάστηκε αρχικά για να λειτουργεί σε γερμανικό πακέτο ισχύος (Κινητήρας & Μετάδοση). Ωστόσο, δυστυχώς για την Άγκυρα, η Γερμανία αρνήθηκε και αρνείται να εκδώσει άδειες εξαγωγής για τα κρίσιμα μέρη που θα καθιστούσαν την Altay λειτουργικό.

Συμπερασματικά, οι τολμηρές παλινωδίες  του Ερντογάν από τα δυτικά δημοκρατικά πρότυπα και η νέο-οθωμανική κουτοπονηριά του να παίζει μεταξύ ΝΑΤΟ και χωρών εκτός ΝΑΤΟ, οδήγησαν την Τουρκία να στερείται  κρίσιμης αντιαεροπορικής άμυνας, μαχητικών αεροσκαφών, αρμάτων μάχης και άλλων συστημάτων σε μια εποχή που η Άγκυρα θέλει να παίξει σκληρό περιφερειακό ρόλο σε μία περιοχή με αυξανόμενο αριθμό περιφερειακών και άλλων αντιπάλων.

* Ο Αντώνης Βασιλείου είναι Αντιστράτηγος (εα), Διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός, MSc Επιχειρησιακός Ερευνητής, τ. Σύμβουλος ΟΑΣΕ επί Συμβατικών Εξοπλισμών και τ. Μελετητής των Συστημάτων Διοικήσεως και Ελέγχου Πληροφοριών του ΝΑΤΟ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου