Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου σημειώθηκε πληθώρα μεθοριακών επεισοδίων μεταξύ του Ελληνικού Στρατού (ΕΣ) και αλβανικών, βουλγαρικών και Γιουγκοσλαβικών δυνάμεων. Ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια σημειώθηκε στην περιοχή Κουτσούμπεϊ Πέλλας, στα
Ελληνoγιουγκοσλαβικά σύνορα. Το συγκεκριμένο επεισόδιο εξελίχθηκε σε πραγματική μάχη, με απώλειες εκατέρωθεν.
Το Κουτσούμπεϊ είναι μια από τις κορυφές του όρους Βόρας (Καϊμακτσαλάν) σε υψόμετρο 2399 μέτρων, στα όρια των νομών Πέλλας και Φλώρινας. Συχνά, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, από την περιοχή περνούσαν δυνάμεις του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» (ΔΣΕ), μέσω του γιουγκοσλαβικού εδάφους, από και προς το Βίτσι. Ο ΕΣ, επιχειρώντας να φράξει τα σύνορα, είχε εγκαταστήσει φυλάκια κατά μήκος της οροθετικής γραμμής με την Γιουγκοσλαβία. Μετά την ρήξη Τίτο – Στάλιν η ροή μαχητών
και υλικών του ΔΣΕ είχε περιοριστεί, αλλά ένας γενικότερος εκνευρισμός εξακολουθούσε να υπάρχει στην περιοχή.
Τον Αύγουστο του 1948 το Γ’ ΣΣ διατάχθηκε να πλήξει τις ανταρτικές δυνάμεις που έδρευαν στο Καϊμακτσαλάν, ώστε να αποτραπεί η μετακίνησή τους προς τον Γράμμο, που την περίοδο εκείνη δεχόταν την επίθεση του ΕΣ.
Στις 8 Σεπτεμβρίου σημειώθηκε η, ομολογουμένως, περίεργη, επέμβαση των Γιουγκοσλάβων υπέρ του ΔΣΕ. Την περίοδο αυτή στην περιοχή του υψοδείκτη Κουτσούμπεϊ ήταν ανεπτυγμένες δυνάμεις του 514 και 556 Τάγματος Πεζικού (ΤΠ).
Στην πυραμίδα υπ’ αριθμό 119 βρίσκονταν δύο ομάδες μάχης του 3ου Λόχου του 556ΤΠ, με επικεφαλής αξιωματικό. Ο 1ος Λόχος του 556ΤΠ ήταν ανεπτυγμένος δεξιά του Κουτσούμπεϊ, στο ύψωμα 2157, ενώ διλοχία του 514ΤΠ είχε αναπτυχθεί στα υψώματα Προφήτης Ηλίας (υψ. 2524) και Στάλο (υψ. 2236).
Στις 14.30 το μεσημέρι της 8ης Σεπτεμβρίου οι ομάδες μάχης, οι ανεπτυγμένες στην οροθετική γραμμή, αντιλήφθηκαν την κίνηση ισχυρών δυνάμεων από το γιουγκοσλαβικό έδαφος. Οι γιουγκοσλαβικές δυνάμεις χωρίστηκαν σε τρείς φάλαγγες και σταδιακά αναπτύχθηκαν σε σχηματισμό μάχης και συνέχισαν να κινούνται προς το ελληνικό έδαφος. Οι ελληνικές δυνάμεις – 20 περίπου άνδρες – θεώρησαν ότι πρόκειται για τμήματα του ΔΣΕ που είχαν καταφύγει στη Γιουγκοσλαβία και τώρα επανέρχονταν, όπως έπρατταν άλλωστε συνεχώς. Ο διμοιρίτης ανθυπολοχαγός Ιωάννης Καπέτης αμέσως έθεσε τους άνδρες σε συναγερμό και άρχισε να λαμβάνει μέτρα άμυνας. Ο ελαφρύς όλμος των 60mm. της διμοιρίας τάχθηκε στην κορυφή του Κουτσούμπεϊ και οι λοιποί άνδρες αναπτύχθηκαν αμυντικά στους βράχους γύρω από το τριγωνομετρικό 119.
Οι γιουγκοσλαβικές δυνάμεις συνέχισαν την προχώρησή τους και μια ομάδα, δύναμης 60 περίπου ανδρών, εισέβαλε στο ελληνικό έδαφος. Αμέσως οι ελληνικές δυνάμεις άνοιξαν πυρ. Αλλά οι Γιουγκοσλάβοι όχι μόνο δεν σταμάτησαν, αλλά απάντησαν στα πυρά και άλλες δύο ομάδες εισέβαλαν στο Ελληνικό έδαφος, προσπαθώντας να κυκλώσουν το Ελληνικό τμήμα. Ο διμοιρίτης Καπέτης, για να μην περικυκλωθεί, διέταξε υποχώρηση στην κορυφή του Κουτσούμπεϊ. Εκεί η ελληνική διμοιρία αναπτύχθηκε αμυντικά. Κατά την υποχώρηση, ένας Έλληνας στρατιώτης, ο Βασίλειος Μωισιάδης, έχασε τον προσανατολισμό του, λόγω και της πυκνότατης ομίχλης που κάλυπτε την περιοχή και τελικά αιχμαλωτίστηκε από τους εισβολείς. Άλλοι τρείς στρατιώτες χάθηκαν, αλλά τελικά κατάφεραν να ενωθούν με τη διμοιρία, λίγο αργότερα.
Ο ανθυπολοχαγός Καπέτης κατάφερε να ενημερώσει τον 3ο Λόχο για τα συμβαίνοντα. Στις 15.15 οι άλλες δύο γιουγκοσλαβικές φάλαγγες κινήθηκαν επί της νοτιοδυτικής κλιτύος του Κουτσούμπεϊ και διείσδυσαν σε βάθος 1.500 μ. εντός του ελληνικού εδάφους και προσέβαλλαν ταυτοχρόνως το Κουτσούμπεϊ και τον Σταθμό Διοίκησης (ΣΔ) του 3ου Λόχου!
Η μάχη συνεχίστηκε, με τους Γιουγκοσλάβους να επιτίθενται ορμητικά κατά των ελληνικών θέσεων και τους Έλληνες να αμύνονται ηρωικά. Τους δύο αντιπάλους χώριζαν λίγα μόλις μέτρα και η μάχη εξελίχθηκε σε μονομαχία με τις χειροβομβίδες, σε απόσταση κάτω των 20μ. Μέχρι την 17.15 η μάχη κράτησε με τον μοναχικό λόχο να αμύνεται στις λυσσαλέες γιουγκοσλαβικές επιθέσεις. Τότε όμως έφτασε στο πεδίο της μάχης ο 1ος Λόχος του 556ΤΠ, ο οποίος είχε ειδοποιηθεί στο μεταξύ. Ο Λόχος αυτός κατέλαβε με δύο διμοιρίες τα βραχώδη αντερείσματα τα εκατέρωθεν του αυχένα μεταξύ του Κουτσούμπεϊ και του υψ. 2260, νοτιοανατολικά του Κουτσούμπεϊ, ανακόπτοντας έτσι την γιουγκοσλαβική προσπάθεια περικύκλωσης του 3ου Λόχου και με την 3η του διμοιρία, ενίσχυσε τους αμυνόμενους του 3ου Λόχου.
Την στιγμήν εκείνη, περί τις 17.30 περίπου, η ομίχλη διαλύθηκε οπότε στον αγώνα εισήλθε και το Ελληνικό πυροβολικό και οι όλμοι του 556ΤΠ. Εκμεταλλευόμενοι τα πυρά υποστήριξης οι δύο ελληνικοί λόχοι εκτέλεσαν ορμητική αντεπίθεση. Η ιαχή «Αέρα» ακούστηκε ξανά στις βουνοκορφές και οι Γιουγκοσλάβοι τράπηκαν σε φυγή. Το αστείο πάντως της υπόθεσης ήταν ότι μέχρι τότε οι Ελληνικές δυνάμεις συνέχιζαν να πιστεύουν ότι μάχονταν κατά ανταρτών. Όταν όμως πλησίασαν τις θέσεις που είχαν καταλάβει οι Γιουγκοσλάβοι και αντίκρισαν τους νεκρούς κατάλαβαν ότι τόσες ώρες πολεμούσαν με μονάδες του τακτικού Γιουγκοσλάβικού Στρατού. Σε λίγο το γεγονός επιβεβαιώθηκε από τη σύλληψη ενός Γιουγκοσλάβου αιχμαλώτου – την επομένη συνελήφθησαν άλλοι δύο στρατιώτες.
Οι Γιουγκοσλάβοι είχαν τραπεί σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους 17 νεκρούς (δύο αξιωματικοί) και τρεις αιχμαλώτους. Επίσης εγκατέλειψαν τέσσερα οπλοπολυβόλα, επτά υποπολυβόλα, τέσσερα τυφέκια, χειροβομβίδες, ταινίες πολυβόλου και φυσίγγια αντιαρματικού τυφεκίου, όλα σοβιετικής προέλευσης. Οι ελληνικές απώλειες ήταν ασήμαντες – πέντε τραυματίες και ένας αγνοούμενος.
Κατά τη μάχη αιχμαλωτίστηκαν τρεις Γιουγκοσλάβοι στρατιώτες, ο Αμπτουλάχ Μπούσανιτς (μωαμεθανός Βόσνιος), ο Μίλοραντ Νεσοβάνιτς (Σέρβος) και ο Φράνιο Τόπλεκ (Κροάτης). Οι αιχμάλωτοι, κατόπιν ανακρίσεως, κατέθεσαν ότι ανήκαν στο 1ο Τάγμα (οι δύο πρώτοι του 1ου Λόχου και ο τρίτος του 2ου Λόχου) της 42ης Ταξιαρχίας της ΙΙ Μεραρχίας με έδρας το Μοναστήρι. Το Τάγμα τους αποτελείτο από τέσσερις λόχους τυφεκιοφόρων δυνάμεως περίπου 100 ανδρών ο καθένας και λόχου βαρέων όπλων – όλμων και πολυβόλων. Συνολικά η δύναμη του τάγματος έφτανε τους 480 άνδρες.
(πηγή: olympia.gr)
Ελληνoγιουγκοσλαβικά σύνορα. Το συγκεκριμένο επεισόδιο εξελίχθηκε σε πραγματική μάχη, με απώλειες εκατέρωθεν.
Το Κουτσούμπεϊ είναι μια από τις κορυφές του όρους Βόρας (Καϊμακτσαλάν) σε υψόμετρο 2399 μέτρων, στα όρια των νομών Πέλλας και Φλώρινας. Συχνά, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, από την περιοχή περνούσαν δυνάμεις του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» (ΔΣΕ), μέσω του γιουγκοσλαβικού εδάφους, από και προς το Βίτσι. Ο ΕΣ, επιχειρώντας να φράξει τα σύνορα, είχε εγκαταστήσει φυλάκια κατά μήκος της οροθετικής γραμμής με την Γιουγκοσλαβία. Μετά την ρήξη Τίτο – Στάλιν η ροή μαχητών
και υλικών του ΔΣΕ είχε περιοριστεί, αλλά ένας γενικότερος εκνευρισμός εξακολουθούσε να υπάρχει στην περιοχή.
Τον Αύγουστο του 1948 το Γ’ ΣΣ διατάχθηκε να πλήξει τις ανταρτικές δυνάμεις που έδρευαν στο Καϊμακτσαλάν, ώστε να αποτραπεί η μετακίνησή τους προς τον Γράμμο, που την περίοδο εκείνη δεχόταν την επίθεση του ΕΣ.
Στις 8 Σεπτεμβρίου σημειώθηκε η, ομολογουμένως, περίεργη, επέμβαση των Γιουγκοσλάβων υπέρ του ΔΣΕ. Την περίοδο αυτή στην περιοχή του υψοδείκτη Κουτσούμπεϊ ήταν ανεπτυγμένες δυνάμεις του 514 και 556 Τάγματος Πεζικού (ΤΠ).
Στην πυραμίδα υπ’ αριθμό 119 βρίσκονταν δύο ομάδες μάχης του 3ου Λόχου του 556ΤΠ, με επικεφαλής αξιωματικό. Ο 1ος Λόχος του 556ΤΠ ήταν ανεπτυγμένος δεξιά του Κουτσούμπεϊ, στο ύψωμα 2157, ενώ διλοχία του 514ΤΠ είχε αναπτυχθεί στα υψώματα Προφήτης Ηλίας (υψ. 2524) και Στάλο (υψ. 2236).
Στις 14.30 το μεσημέρι της 8ης Σεπτεμβρίου οι ομάδες μάχης, οι ανεπτυγμένες στην οροθετική γραμμή, αντιλήφθηκαν την κίνηση ισχυρών δυνάμεων από το γιουγκοσλαβικό έδαφος. Οι γιουγκοσλαβικές δυνάμεις χωρίστηκαν σε τρείς φάλαγγες και σταδιακά αναπτύχθηκαν σε σχηματισμό μάχης και συνέχισαν να κινούνται προς το ελληνικό έδαφος. Οι ελληνικές δυνάμεις – 20 περίπου άνδρες – θεώρησαν ότι πρόκειται για τμήματα του ΔΣΕ που είχαν καταφύγει στη Γιουγκοσλαβία και τώρα επανέρχονταν, όπως έπρατταν άλλωστε συνεχώς. Ο διμοιρίτης ανθυπολοχαγός Ιωάννης Καπέτης αμέσως έθεσε τους άνδρες σε συναγερμό και άρχισε να λαμβάνει μέτρα άμυνας. Ο ελαφρύς όλμος των 60mm. της διμοιρίας τάχθηκε στην κορυφή του Κουτσούμπεϊ και οι λοιποί άνδρες αναπτύχθηκαν αμυντικά στους βράχους γύρω από το τριγωνομετρικό 119.
Οι γιουγκοσλαβικές δυνάμεις συνέχισαν την προχώρησή τους και μια ομάδα, δύναμης 60 περίπου ανδρών, εισέβαλε στο ελληνικό έδαφος. Αμέσως οι ελληνικές δυνάμεις άνοιξαν πυρ. Αλλά οι Γιουγκοσλάβοι όχι μόνο δεν σταμάτησαν, αλλά απάντησαν στα πυρά και άλλες δύο ομάδες εισέβαλαν στο Ελληνικό έδαφος, προσπαθώντας να κυκλώσουν το Ελληνικό τμήμα. Ο διμοιρίτης Καπέτης, για να μην περικυκλωθεί, διέταξε υποχώρηση στην κορυφή του Κουτσούμπεϊ. Εκεί η ελληνική διμοιρία αναπτύχθηκε αμυντικά. Κατά την υποχώρηση, ένας Έλληνας στρατιώτης, ο Βασίλειος Μωισιάδης, έχασε τον προσανατολισμό του, λόγω και της πυκνότατης ομίχλης που κάλυπτε την περιοχή και τελικά αιχμαλωτίστηκε από τους εισβολείς. Άλλοι τρείς στρατιώτες χάθηκαν, αλλά τελικά κατάφεραν να ενωθούν με τη διμοιρία, λίγο αργότερα.
Ο ανθυπολοχαγός Καπέτης κατάφερε να ενημερώσει τον 3ο Λόχο για τα συμβαίνοντα. Στις 15.15 οι άλλες δύο γιουγκοσλαβικές φάλαγγες κινήθηκαν επί της νοτιοδυτικής κλιτύος του Κουτσούμπεϊ και διείσδυσαν σε βάθος 1.500 μ. εντός του ελληνικού εδάφους και προσέβαλλαν ταυτοχρόνως το Κουτσούμπεϊ και τον Σταθμό Διοίκησης (ΣΔ) του 3ου Λόχου!
Η μάχη συνεχίστηκε, με τους Γιουγκοσλάβους να επιτίθενται ορμητικά κατά των ελληνικών θέσεων και τους Έλληνες να αμύνονται ηρωικά. Τους δύο αντιπάλους χώριζαν λίγα μόλις μέτρα και η μάχη εξελίχθηκε σε μονομαχία με τις χειροβομβίδες, σε απόσταση κάτω των 20μ. Μέχρι την 17.15 η μάχη κράτησε με τον μοναχικό λόχο να αμύνεται στις λυσσαλέες γιουγκοσλαβικές επιθέσεις. Τότε όμως έφτασε στο πεδίο της μάχης ο 1ος Λόχος του 556ΤΠ, ο οποίος είχε ειδοποιηθεί στο μεταξύ. Ο Λόχος αυτός κατέλαβε με δύο διμοιρίες τα βραχώδη αντερείσματα τα εκατέρωθεν του αυχένα μεταξύ του Κουτσούμπεϊ και του υψ. 2260, νοτιοανατολικά του Κουτσούμπεϊ, ανακόπτοντας έτσι την γιουγκοσλαβική προσπάθεια περικύκλωσης του 3ου Λόχου και με την 3η του διμοιρία, ενίσχυσε τους αμυνόμενους του 3ου Λόχου.
Την στιγμήν εκείνη, περί τις 17.30 περίπου, η ομίχλη διαλύθηκε οπότε στον αγώνα εισήλθε και το Ελληνικό πυροβολικό και οι όλμοι του 556ΤΠ. Εκμεταλλευόμενοι τα πυρά υποστήριξης οι δύο ελληνικοί λόχοι εκτέλεσαν ορμητική αντεπίθεση. Η ιαχή «Αέρα» ακούστηκε ξανά στις βουνοκορφές και οι Γιουγκοσλάβοι τράπηκαν σε φυγή. Το αστείο πάντως της υπόθεσης ήταν ότι μέχρι τότε οι Ελληνικές δυνάμεις συνέχιζαν να πιστεύουν ότι μάχονταν κατά ανταρτών. Όταν όμως πλησίασαν τις θέσεις που είχαν καταλάβει οι Γιουγκοσλάβοι και αντίκρισαν τους νεκρούς κατάλαβαν ότι τόσες ώρες πολεμούσαν με μονάδες του τακτικού Γιουγκοσλάβικού Στρατού. Σε λίγο το γεγονός επιβεβαιώθηκε από τη σύλληψη ενός Γιουγκοσλάβου αιχμαλώτου – την επομένη συνελήφθησαν άλλοι δύο στρατιώτες.
Οι Γιουγκοσλάβοι είχαν τραπεί σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους 17 νεκρούς (δύο αξιωματικοί) και τρεις αιχμαλώτους. Επίσης εγκατέλειψαν τέσσερα οπλοπολυβόλα, επτά υποπολυβόλα, τέσσερα τυφέκια, χειροβομβίδες, ταινίες πολυβόλου και φυσίγγια αντιαρματικού τυφεκίου, όλα σοβιετικής προέλευσης. Οι ελληνικές απώλειες ήταν ασήμαντες – πέντε τραυματίες και ένας αγνοούμενος.
Κατά τη μάχη αιχμαλωτίστηκαν τρεις Γιουγκοσλάβοι στρατιώτες, ο Αμπτουλάχ Μπούσανιτς (μωαμεθανός Βόσνιος), ο Μίλοραντ Νεσοβάνιτς (Σέρβος) και ο Φράνιο Τόπλεκ (Κροάτης). Οι αιχμάλωτοι, κατόπιν ανακρίσεως, κατέθεσαν ότι ανήκαν στο 1ο Τάγμα (οι δύο πρώτοι του 1ου Λόχου και ο τρίτος του 2ου Λόχου) της 42ης Ταξιαρχίας της ΙΙ Μεραρχίας με έδρας το Μοναστήρι. Το Τάγμα τους αποτελείτο από τέσσερις λόχους τυφεκιοφόρων δυνάμεως περίπου 100 ανδρών ο καθένας και λόχου βαρέων όπλων – όλμων και πολυβόλων. Συνολικά η δύναμη του τάγματος έφτανε τους 480 άνδρες.
(πηγή: olympia.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου